- χωροφυλακίστικος
- -η, -ο, Ν(επιτιμητικά)1. αυτός που αρμόζει σε χωροφύλακα, αυταρχικός και τραχύς, απότομος («χωροφυλακίστικος τρόπος συμπεριφοράς»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χωροφυλακίστικα(με περιλπτ. σημ.) ο αυταρχικός και τραχύς τρόπος συμπεριφοράς ενός χωροφύλακα.επίρρ...χωροφυλακίστικα Νμε τρόπο που αρμόζει σε χωροφύλακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωροφυλακή + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. δασκαλ-ίστικος)].
Dictionary of Greek. 2013.